-
1 взаимовыгодный
взаимовыгодный αμοιβαία επικερδής, αμοιβαία επωφε λής \взаимовыгодныйое сотрудничество η αμοιβαία επωφελής συνεργασία* * *αμοιβαία επικερδής, αμοιβαία επωφελήςвзаимовы́годное сотру́дничество — η αμοιβαία επωφελής συνεργασία
-
2 нерентабельный
-
3 доходный
доходн||ыйприл προσοδοφόρος, ἐπικερδής, ἀποδοτικός:\доходныйое предприятие ἡ ἐπικερδής (или ἡ ἀποδοτική) ἐπιχείρηση. -
4 наименее
наименеенареч λιγότερο, ήκιστα:\наименее уда́чный способ ὁ λιγώτερο ἐπιτυχής τρόπος· \наименее выгодно ὁ λιγώτερο ἐπικερδής, ήκιστα ἐπικερδής -
5 прибыльный
прибыль||ныйприл ἐπικερδής, προσοδοφόρος, συμφέρων:\прибыльныйное предприятие ἡ ἐπικερδής ἐπιχείρηση. -
6 безубыточный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно;αποδοτικός, προσοδοφόρος, επικερδής•-ое предприятие επικερδής (χωρίς έλλειμα) επιχείρηση.
-
7 бесприбыльный
1. (нерентабельный) ασύμφορος, μη επικερδής, άγονος 2. (некоммерческий) μη κερδοφόρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бесприбыльный
-
8 предприятие
η επιχείρησ/η, το εργοστάσιοубыточное - ασύμφορη -, μη επικερδής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предприятие
-
9 прибыльность
η κερδοφορία-ый επικερδής, κερδοφόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прибыльность
-
10 рентабельность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рентабельность
-
11 выгодный
-
12 выгодный
выгод||ныйприл ἐπωφελής, λυσιτελής, σύμφορος/ ἐπικερδής (прибыльный)· ◊представлять в \выгодныйном свете προβάλλω τά πλεονεκτήματα. -
13 выигрышный
выигрыш||ныйприл 1.:\выигрышныйный билет ὁ λαχνός· \выигрышныйный заем τό λαχειοφόρο δάνειον·2. (выгодный) ἐπωφελής, σύμφορος, ἐπικερδής. -
14 золотой
золот||о́й1. прил в разн. знач. χρυσός, χρυσοῦς, μαλαματένιος:\золотойые ку́дри τά χρυσά μαλλιά· \золотой песок ἡ χρυσόσκονη· \золотойые прииски τό χρυσωρυχείο· \золотой запас эк. τό ἀπόθεμα χρυσοῦ· \золотойых дел мастер ὁ χρυσοχόος· \золотойа́я рыбка τό χρυσόψαρο· \золотойая осень τό χρυσό φθινόπωρο· \золотой мой! χρυσέ μου!· ◊ \золотойо́е дио τό χρυσωρυχείο, ἡ ἐπικερδής ἐπιχείρηση· \золотойые ру́ки τά χρυσά χέρια· \золотойа́я середина ἡ μέση ὁδός· \золотойая молодежь презр. ἡ χρυσή νεολαία· сулить \золотойы́е го́ры ὑπόσχομαι λαγούς μέ πετραχήλια·2. м (монета) уст. τό χρυσό νόμισμα. -
15 рентабельностьый
рентабельность||ыйприл προσοδοφόρος, ἐπικερδής:\рентабельностьыйое предприятие ἡ προσοδοφόρα ἐπιχείρηση. -
16 хлебный
хлебн||ыйприл1. τοῦ ψωμιοῦ, ἀπό ψωμί (о печеном хлебе)/ τοῦ σιταριοῦ (относящийся к зерну):\хлебныйые злаки τά σιτηρά· \хлебныйые запасы τά ἀποθέματα σιταριοῦ· \хлебныйые поля τά χωράφια σιταριοῦ· \хлебный амбар ἡ σιταποθήκη· \хлебный магазин τό ἀρτοπωλεῖο, τό ψωμάδικο· \хлебныйая торговля τό ἐμπόριο σιτηρών \хлебный квас τό κβάς (είδος ἀναψοκτικοβ)· \хлебный кризис ἡ κρίση ψωμιοῦ·2. (обильный хлебом) πλούσιος σέ σιτάρι:\хлебный край ὁ σιτοβολων (или ἡ σιτοπαραγωγική) περιοχή· \хлебный год χρονιά πλούσια σέ σιτοπαραγωγή·3. перен (доходный, прибыльный) ἐπικερδής, προσοδοφόρος· ◊ \хлебныйое дерево τό ἀρτόδεν-δρο[ν]. -
17 выгодный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.επικερδής, επωφελής• πρόσφορος, που συμφέρει. || ευνοϊκός, πλεονεκτικός.εκφρ.в -ом освещении ή свете – σε περιωπή, σε περίωπτη θέση, στην ωραιότερη (καλύτερη) θέση. -
18 добычливый
επ., βρ: -лив, -а, -оτυχερός, (στο κυνήγι, επιχείρηση κλπ.).επικερδής. -
19 доходный
επ.1. του εσόδου•-ая чаоть бюджета τα έσοδα του προύπολογισμού.
2. προσοδοφόρος, επικερδής. -
20 малодоходный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноλίγο προσοδοφόρος ή επικερδής.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπικερδής — profitable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικερδής — ές (Α ἐπικερδής) αυτός που αποφέρει κέρδη, κερδοφόρος, προσοδοφόρος, επωφελής («επικερδής εργασία, επιχείρηση, επικερδές επάγγελμα, εμπόριο» κ.λπ.) αρχ. (για τον κερδώο Ερμή) προστάτης τού εμπορίου, τού κέρδους («ἐπειδὴ καὶ ἄγγελός ἐστι καὶ… … Dictionary of Greek
ἐπικέρδης — ἐπικερδαίνω gain besides imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικερδῆ — ἐπικερδής profitable neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπικερδής profitable masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπικερδής profitable masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικερδέστερον — ἐπικερδής profitable adverbial comp ἐπικερδής profitable masc acc comp sg ἐπικερδής profitable neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικερδέα — ἐπικερδής profitable neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐπικερδής profitable masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικερδές — ἐπικερδής profitable masc/fem voc sg ἐπικερδής profitable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικερδεστάτη — ἐπικερδής profitable fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικερδοῦς — ἐπικερδής profitable masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικερδέσι — ἐπικερδής profitable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικερδέσιν — ἐπικερδής profitable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)